- τυκισμα
- τύκισμα-ατος (ῠ) τό каменное сооружение Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τύκισμα — τὸ, Α [τυκίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυκίζω* … Dictionary of Greek
τυκισμάτων — τύκισμα a working of stones neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυκίσμασι — τύκισμα a working of stones neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυκίσμασιν — τύκισμα a working of stones neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυκίσματα — τύκισμα a working of stones neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυκίσματι — τύκισμα a working of stones neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)